παραπετριά

παραπετριά
η
1. χτύπημα με πέτρα που αποστρακίζεται, πετριά που χτυπάει άλλον αντί άλλου.
2. μτφ., υπαινιγμός, υπονοούμενο: Αυτό ήταν παραπετριά για την πεθερά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”